- συφερτικός
- -ή, -ό, Νβλ. συμφερτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμφερτικός — και συφερτικός, ή, ό, Ν αυτός που συμφέρει, σύμφορος, επωφελής, χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek